ζεμάτισμα

ζεμάτισμα
τό
1) ошпаривание; 2) перен. большой ущерб, урон; разорение; 3) удручённость; печаль, горе

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ζεμάτισμα" в других словарях:

  • ζεμάτισμα — το [ζεματίζω] 1. η περίχυση με βραστό υγρό ή η εμβάπτιση σε αυτό («το ζεμάτισμα τών μακαρονιών») 2. το έγκαυμα που προκαλείται όταν χυθεί βραστό υγρό στο δέρμα 3. το συναίσθημα που προκαλείται από κάψιμο («ζεμάτισμα που κάνει ο ήλιος σήμερα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • ζεμάτισμα — το, ατος 1. βράσιμο. 2. ζημιά. 3. στενοχώρια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεματισιά — η [ζεματίζω] το αποτέλεσμα τού ζεματίζω, το ζεμάτισμα …   Dictionary of Greek

  • ζεματιστήρι — το [ζεματίζω] σκεύος που χρησιμεύει στο ζεμάτισμα …   Dictionary of Greek

  • ζεματούρα — η το ζεμάτισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεματώ + κατάλ. ουρα (πρβλ. κλεισ ούρα, χαιρετ ούρα)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ζεματιστήρι — το το δοχείο που χρησιμοποιείται για το ζεμάτισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»